- ὑπέρακμα
- ὑπέρακμοςsexually well-developedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπερακμάσας — ὑπερακμά̱σᾱς , ὑπερακμάζω surpass in vigour fut part act fem acc pl (doric) ὑπερακμά̱σᾱς , ὑπερακμάζω surpass in vigour fut part act fem gen sg (doric) ὑπερακμάσᾱς , ὑπερακμάζω surpass in vigour aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρακμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει περάσει πλέον την ακμή τής ηλικίας του μσν. 1. (το ουδ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὑπέρακμον η ώριμη ηλικία, η ηλικία μετά τη νεότητα 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρακμα στην ώριμη πια ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ακμος (<… … Dictionary of Greek